Ο Richard Koo, γνωστός οικονομολόγος και στέλεχος της εταιρείας Nomura, έγραψε ένα ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με το λεγόμενο ” πρόβλημα ανταγωνιστικότητας” των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, το οποίο πιστεύω αξίζει την προσοχή όλων μας.
Ο Κοο δεν δέχεται ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας είναι εγγενές πρόβλημα του Νότου της Ευρώπης, αλλά ισχυρίζεται ότι, μετά τη φούσκα του 2000 στην αγορά των ηλεκτρονικών ειδών (μια φούσκα της οποίας η Γερμανία ήταν ενεργό μέρος), η ΕΚΤ εσκεμμένα υιοθέτησε υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική με σκοπό την τόνωση της οικονομίας, έτσι ώστε να μη χρειαστεί η Γερμανία να αναζωογονήσει την οικονομία της μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής:
Ο Κοο δεν δέχεται ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας είναι εγγενές πρόβλημα του Νότου της Ευρώπης, αλλά ισχυρίζεται ότι, μετά τη φούσκα του 2000 στην αγορά των ηλεκτρονικών ειδών (μια φούσκα της οποίας η Γερμανία ήταν ενεργό μέρος), η ΕΚΤ εσκεμμένα υιοθέτησε υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική με σκοπό την τόνωση της οικονομίας, έτσι ώστε να μη χρειαστεί η Γερμανία να αναζωογονήσει την οικονομία της μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής:
“Η προσέγγιση αυτή δεν ωφέλησε και πολύ την εγχώρια αγορά της Γερμανίας (η οποία έπασχε από μια ύφεση του ισολογισμού), αλλά προκάλεσε τεράστιες φούσκες στην περιφέρεια της Ευρώπης, προκαλώντας μια έκρηξη εισαγωγών από τη Γερμανία, πράγμα που βύθισε την περιφέρεια στο χρέος, ενώ συγχρόνως ενίσχυσε τον τομέα των εξαγωγών της Γερμανίας , κυριολεκτικά διασώζοντάς τον από την επικίνδυνη για τη Γερμανία φούσκα του 2000″.
Και ο Koo συνεχίζει:
“Οι χώρες της νότιας Ευρώπης, οι οποίες δεν ήταν μέρος της φούσκας στην αγορά της πληροφορικής και της υψηλής τεχνολογίας γενικά, είχαν εκείνη την εποχή σχετικά ισχυρές οικονομίες και μεγάλη ζήτηση κεφαλαίων στον ιδιωτικό τομέα. Η πολιτική της ΕΚΤ, σύμφωνα με την οποία το επιτόκιο έγινε 2%, οδήγησε σε απότομη αύξηση της προσφοράς κεφαλαίου, η οποία στη συνέχεια τροφοδότησε την οικονομική επέκταση και τις φούσκες στην αγορά ακινήτων.
Οι μισθοί και οι τιμές αυξήθηκαν, καθιστώντας τις χώρες αυτές λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με τη Γερμανία. Εν ολίγοις, το πολύ χαμηλό επιτόκιο που όρισε η ΕΚΤ είχε μεν πολύ θετικές επιπτώσεις στη Γερμανία, η οποία έπασχε τότε από ύφεση του ισολογισμού, αλλά ήταν πολύ χαμηλό για άλλες χώρες της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να προκύψει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των χωρών στους δείκτες του πληθωρισμού.
Καθώς η Γερμανία γινόταν ολοένα και πιο ανταγωνιστική σε σχέση με τις ισχυρές οικονομίες της νότιας Ευρώπης, οι εξαγωγές της αυξήθηκαν απότομα, γεγονός που συνέτεινε στο να βγει από την ύφεση σχετικά γρήγορα. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σύντομα ξεπέρασε το αντίστοιχο της Ιαπωνίας, αλλά και της Κίνας, ώσπου έγινε το μεγαλύτερο στον κόσμο. Και ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξης της Γερμανίας τροφοδοτήθηκε από τις εξαγωγές σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Επομένως, αναμφισβήτητα, η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για το χάσμα ανταγωνιστικότητας, και όχι οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Το 2005, είχα πει σε ένα ανώτερο στέλεχος της ΕΚΤ ότι ήταν άδικο να εξαναγκάσει η τράπεζα τις άλλες χώρες να ” διασώσουν” τη Γερμανία, καταφεύγοντας σε μια ενίσχυση των οικονομιών τους μέσω μιας χαλαρής νομισματικής πολιτικής. “Κανονικά”, του είπα, “θα έπρεπε να υποχρεωθεί η Γερμανία να εφαρμόσει μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης, αφού η ίδια η Γερμανία είχε μεγάλο ρόλο στην φούσκα της αγοράς του 2000. Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ μου απάντησε ότι αυτό ακριβώς σημαίνει ι ένα ενιαίο νόμισμα: επειδή στη Γερμανία δεν μπορούσε να γίνει εξαίρεση για τα δημοσιονομικά κίνητρα, η μόνη επιλογή ήταν να γίνει μια προσπάθεια να ανακάμψει όλη η ευρωζώνη μέσω μιας νομισματικής πολιτικής”.
Με άλλα λόγια, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για την εφαρμογή μιας τόσο μεγάλης χαλάρωσης από την ΕΚΤ και, ως εκ τούτου δεν θα είχε διευρυνθεί το χάσμα ανταγωνιστικότητας των χωρών του Νότου με την υπόλοιπη ευρωζώνη σε τόσο δραματικά επίπεδα, εάν η Γερμανία είχε χρησιμοποιήσει δημοσιονομικά κίνητρα για την αντιμετώπιση της ύφεσης του ισολογισμού της.
Κατά την εκπόνηση του εγγράφου της Συνθήκης του Μάαστριχτ, οι εμπνευστές και συντάκτες δεν προέβλεψαν τις περιπτώσεις ύφεσης του ισολογισμού. Αποτέλεσμα είναι το σημερινό “πρόβλημα ανταγωνιστικότητας” να οφείλεται αποκλειστικά στο επιτόκιο του 3% που ορίζει η συνθήκη για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στην νομισματική πολιτική της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια τέτοιου είδους υφέσεων.
Οι χώρες της νότιας Ευρώπης δεν είναι υπεύθυνες για αυτά τα προβλήματα και είναι καιρός πλέον να γίνει αυτό ευρέως κατανοητό.
Του Joe Weisenthal, Βusiness Insider
Και ο Koo συνεχίζει:
“Οι χώρες της νότιας Ευρώπης, οι οποίες δεν ήταν μέρος της φούσκας στην αγορά της πληροφορικής και της υψηλής τεχνολογίας γενικά, είχαν εκείνη την εποχή σχετικά ισχυρές οικονομίες και μεγάλη ζήτηση κεφαλαίων στον ιδιωτικό τομέα. Η πολιτική της ΕΚΤ, σύμφωνα με την οποία το επιτόκιο έγινε 2%, οδήγησε σε απότομη αύξηση της προσφοράς κεφαλαίου, η οποία στη συνέχεια τροφοδότησε την οικονομική επέκταση και τις φούσκες στην αγορά ακινήτων.
Οι μισθοί και οι τιμές αυξήθηκαν, καθιστώντας τις χώρες αυτές λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με τη Γερμανία. Εν ολίγοις, το πολύ χαμηλό επιτόκιο που όρισε η ΕΚΤ είχε μεν πολύ θετικές επιπτώσεις στη Γερμανία, η οποία έπασχε τότε από ύφεση του ισολογισμού, αλλά ήταν πολύ χαμηλό για άλλες χώρες της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να προκύψει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των χωρών στους δείκτες του πληθωρισμού.
Καθώς η Γερμανία γινόταν ολοένα και πιο ανταγωνιστική σε σχέση με τις ισχυρές οικονομίες της νότιας Ευρώπης, οι εξαγωγές της αυξήθηκαν απότομα, γεγονός που συνέτεινε στο να βγει από την ύφεση σχετικά γρήγορα. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σύντομα ξεπέρασε το αντίστοιχο της Ιαπωνίας, αλλά και της Κίνας, ώσπου έγινε το μεγαλύτερο στον κόσμο. Και ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξης της Γερμανίας τροφοδοτήθηκε από τις εξαγωγές σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Επομένως, αναμφισβήτητα, η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για το χάσμα ανταγωνιστικότητας, και όχι οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Το 2005, είχα πει σε ένα ανώτερο στέλεχος της ΕΚΤ ότι ήταν άδικο να εξαναγκάσει η τράπεζα τις άλλες χώρες να ” διασώσουν” τη Γερμανία, καταφεύγοντας σε μια ενίσχυση των οικονομιών τους μέσω μιας χαλαρής νομισματικής πολιτικής. “Κανονικά”, του είπα, “θα έπρεπε να υποχρεωθεί η Γερμανία να εφαρμόσει μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης, αφού η ίδια η Γερμανία είχε μεγάλο ρόλο στην φούσκα της αγοράς του 2000. Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ μου απάντησε ότι αυτό ακριβώς σημαίνει ι ένα ενιαίο νόμισμα: επειδή στη Γερμανία δεν μπορούσε να γίνει εξαίρεση για τα δημοσιονομικά κίνητρα, η μόνη επιλογή ήταν να γίνει μια προσπάθεια να ανακάμψει όλη η ευρωζώνη μέσω μιας νομισματικής πολιτικής”.
Με άλλα λόγια, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για την εφαρμογή μιας τόσο μεγάλης χαλάρωσης από την ΕΚΤ και, ως εκ τούτου δεν θα είχε διευρυνθεί το χάσμα ανταγωνιστικότητας των χωρών του Νότου με την υπόλοιπη ευρωζώνη σε τόσο δραματικά επίπεδα, εάν η Γερμανία είχε χρησιμοποιήσει δημοσιονομικά κίνητρα για την αντιμετώπιση της ύφεσης του ισολογισμού της.
Κατά την εκπόνηση του εγγράφου της Συνθήκης του Μάαστριχτ, οι εμπνευστές και συντάκτες δεν προέβλεψαν τις περιπτώσεις ύφεσης του ισολογισμού. Αποτέλεσμα είναι το σημερινό “πρόβλημα ανταγωνιστικότητας” να οφείλεται αποκλειστικά στο επιτόκιο του 3% που ορίζει η συνθήκη για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στην νομισματική πολιτική της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια τέτοιου είδους υφέσεων.
Οι χώρες της νότιας Ευρώπης δεν είναι υπεύθυνες για αυτά τα προβλήματα και είναι καιρός πλέον να γίνει αυτό ευρέως κατανοητό.
Του Joe Weisenthal, Βusiness Insider
http://gavdosfm.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Θέλω να πω ότι: