Νέες αποδείξεις ότι ο χρυσός, το ασήμι, η πλατίνα, το παλλάδιο,
και άλλα σιδηρόφιλα μέταλλα που βρέθηκαν στον φλοιό και το μανδύα της
Γης, της Σελήνης και του Άρη έφθασε πάνω σε διαστημικούς βράχους –
πρωτοπλανήτες – στο μέγεθος μίνι πλανητών, κατά την τελική φάση του
σχηματισμού των πλανητών του ηλιακού μας σύστημα.
Μεγάλοι πρωτοπλανήτες – διαμέτρου ακόμα και 3.200 χιλιομέτρων —
μπορεί να έχουν χτυπήσει την Γη, τον Άρη και τη Σελήνη, με ένα παρόμοιο
τρόπο πριν 4,5 δισ. έτη πριν. Αυτά τα αντικείμενα μετέφεραν και τον
χρυσό, άργυρο κλπ στη Γη, τη Σελήνη και τον Άρη.
Αυτές οι τεράστιες συγκρούσεις έγιναν δεκάδες εκατομμύρια χρόνια μετά από την ακόμη μεγαλύτερη σύγκρουση, που σχημάτισε τη Σελήνη μας, λένε ερευνητές από πολλά Αμερικανικά Πανεπιστήμια και Ιδρύματα.
"Σήμερα η θεωρία που γνωρίζουμε για τον σχηματισμό της Γης και άλλων πλανητών με πυρήνες από σίδηρο και μανδύες από πυρίτιο, μας λέει ότι οι πυρήνες των πλανητών τράβηξαν κοντά τους τα παραπάνω σιδηρόφιλα στοιχεία, όταν αυτοί σχηματίζονταν", δήλωσε ο Richard Walker, καθηγητής γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο του Maryland. "Έτσι, κανονικά θα πρέπει να είχαμε μια Γη που να μην είχε χρυσό ή άλλα σιδηρόφιλα μεταλλεύματα μέσα στον φλοιό της."
Ο χρυσός, ο άργυρος και άλλα μέταλλα ονομάζονται σιδηρόφιλα, επειδή δεσμεύουν τον σίδηρο σε στερεή ή τηγμένη κατάσταση. Επομένως, κατά τη διάρκεια σχηματισμού της Γης, της Σελήνης και του Άρη, θα έπρεπε κανονικά να καταλήξουν στον πυρήνα των τριών σωμάτων, αφήνοντας ελάχιστα κοιτάσματα στον μανδύα και τον φλοιό.
Το γεγονός ότι ο φλοιός της Γης έχει αυτά τα μέταλλα, λέει ο Walker, μας έχει δείξει εδώ και καιρό ότι κάτι πρέπει να είχε συμβεί για να φέρει νέες ποσότητες σιδηρόφιλων στοιχείων πάνω στη Γη μετά την ολοκλήρωση του διαχωρισμού του μεταλλικού πυρήνα και του πυριτικού μανδύα. Αυτό που δεν ήξεραν οι επιστήμονες μέχρι τώρα είναι εάν αυτή η καθυστερημένη επικάθηση του υλικού εμφανίστηκε σε μεγάλα κομμάτια σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα ή ως μια «βροχή» από μικρότερα κομμάτια των υλικών αυτών, αλλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Για να εξηγήσουν λοιπόν για ποιο λόγο αυτό δεν παρατηρείται τόσο στους δύο πλανήτες (Γη και Άρη) όσο και στη Σελήνη, οι ειδικοί εικάζουν πως οι ποσότητες των μετάλλων ανανεώθηκαν αμέσως μετά τον σχηματισμό του πυρήνα, από βραχώδη αντικείμενα πλούσια σε πολύτιμα μέταλλα που βομβάρδισαν τα τρία σώματα. Για να συμβεί αυτό, οι συγκρούσεις θα χρειαζόταν να αυξήσουν τη μάζα του γήινου μανδύα κατά 0,5% και του μανδύα του Άρη κατά 0,05%, ενώ στην περίπτωση της Σελήνης το ποσοστό είναι 1.200 φορές μικρότερο.
Για να προσδιορίσουν το τι ακριβώς έγινε, ο Walker και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν αριθμητικά μοντέλα για να δούν τι μεγέθη υα ανταποκρίνονταν καλύτερα στα αναγκαία κριτήρια.
Οι ερευνητές έδειξαν ότι μπορούν να αναπαράγουν καλύτερα αυτά τα αποτελέσματα, αν υπήρχε περιορισμένος αριθμός μεγάλων τμημάτων. Έτσι, τα αποτελέσματά τους δείχνουν πως το μεγαλύτερο σώμα που κτύπησε τη Γη ήταν διαμέτρου 2.400 έως 3.200 χιλιόμετρα, ή περίπου στο μέγεθος του Πλούτωνα – κάτι που συνέβη στα τελευταία στάδια δημιουργίας του πλανήτη μας-, ενώ όσα κτύπησαν το φεγγάρι ήταν 250 έως 300 km μόνο.
Διαστάσεις οι οποίες φαίνεται να συμφωνούν όχι μόνο με τις επικρατέστερες θεωρίες σχετικά με τη διαδικασία δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, αλλά και με εμπειρικά δεδομένα – πιο συγκεκριμένα, από τις διαστάσεις των αντικειμένων που βρίσκονται στη ζώνη των αστεροειδών και τα οποία είναι υπολείμματα του σχηματισμού των πλανητών. Κάτι που κάνει τους επιστήμονες να υποθέτουν επίσης πως, εκτός από την προσθήκη σιδηρόφιλων στοιχείων, η πρόσκρουση ενός ανάλογου βραχώδους αντικειμένου είναι ενδεχομένως η αιτία και για την ύπαρξη αρκετά μεγάλων ποσοτήτων παγωμένου νερού στον νότιο πόλο του φεγγαριού, όπως αποκάλυψαν πρόσφατες μετρήσεις της NASA. Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως το ίδιο φαινόμενο θα μπορούσε να συμβεί κάλλιστα και σε άλλες «γειτονιές» του σύμπαντος.
http://www.newpost.gr
Αυτές οι τεράστιες συγκρούσεις έγιναν δεκάδες εκατομμύρια χρόνια μετά από την ακόμη μεγαλύτερη σύγκρουση, που σχημάτισε τη Σελήνη μας, λένε ερευνητές από πολλά Αμερικανικά Πανεπιστήμια και Ιδρύματα.
"Σήμερα η θεωρία που γνωρίζουμε για τον σχηματισμό της Γης και άλλων πλανητών με πυρήνες από σίδηρο και μανδύες από πυρίτιο, μας λέει ότι οι πυρήνες των πλανητών τράβηξαν κοντά τους τα παραπάνω σιδηρόφιλα στοιχεία, όταν αυτοί σχηματίζονταν", δήλωσε ο Richard Walker, καθηγητής γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο του Maryland. "Έτσι, κανονικά θα πρέπει να είχαμε μια Γη που να μην είχε χρυσό ή άλλα σιδηρόφιλα μεταλλεύματα μέσα στον φλοιό της."
Ο χρυσός, ο άργυρος και άλλα μέταλλα ονομάζονται σιδηρόφιλα, επειδή δεσμεύουν τον σίδηρο σε στερεή ή τηγμένη κατάσταση. Επομένως, κατά τη διάρκεια σχηματισμού της Γης, της Σελήνης και του Άρη, θα έπρεπε κανονικά να καταλήξουν στον πυρήνα των τριών σωμάτων, αφήνοντας ελάχιστα κοιτάσματα στον μανδύα και τον φλοιό.
Το γεγονός ότι ο φλοιός της Γης έχει αυτά τα μέταλλα, λέει ο Walker, μας έχει δείξει εδώ και καιρό ότι κάτι πρέπει να είχε συμβεί για να φέρει νέες ποσότητες σιδηρόφιλων στοιχείων πάνω στη Γη μετά την ολοκλήρωση του διαχωρισμού του μεταλλικού πυρήνα και του πυριτικού μανδύα. Αυτό που δεν ήξεραν οι επιστήμονες μέχρι τώρα είναι εάν αυτή η καθυστερημένη επικάθηση του υλικού εμφανίστηκε σε μεγάλα κομμάτια σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα ή ως μια «βροχή» από μικρότερα κομμάτια των υλικών αυτών, αλλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Για να εξηγήσουν λοιπόν για ποιο λόγο αυτό δεν παρατηρείται τόσο στους δύο πλανήτες (Γη και Άρη) όσο και στη Σελήνη, οι ειδικοί εικάζουν πως οι ποσότητες των μετάλλων ανανεώθηκαν αμέσως μετά τον σχηματισμό του πυρήνα, από βραχώδη αντικείμενα πλούσια σε πολύτιμα μέταλλα που βομβάρδισαν τα τρία σώματα. Για να συμβεί αυτό, οι συγκρούσεις θα χρειαζόταν να αυξήσουν τη μάζα του γήινου μανδύα κατά 0,5% και του μανδύα του Άρη κατά 0,05%, ενώ στην περίπτωση της Σελήνης το ποσοστό είναι 1.200 φορές μικρότερο.
Για να προσδιορίσουν το τι ακριβώς έγινε, ο Walker και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν αριθμητικά μοντέλα για να δούν τι μεγέθη υα ανταποκρίνονταν καλύτερα στα αναγκαία κριτήρια.
Οι ερευνητές έδειξαν ότι μπορούν να αναπαράγουν καλύτερα αυτά τα αποτελέσματα, αν υπήρχε περιορισμένος αριθμός μεγάλων τμημάτων. Έτσι, τα αποτελέσματά τους δείχνουν πως το μεγαλύτερο σώμα που κτύπησε τη Γη ήταν διαμέτρου 2.400 έως 3.200 χιλιόμετρα, ή περίπου στο μέγεθος του Πλούτωνα – κάτι που συνέβη στα τελευταία στάδια δημιουργίας του πλανήτη μας-, ενώ όσα κτύπησαν το φεγγάρι ήταν 250 έως 300 km μόνο.
Διαστάσεις οι οποίες φαίνεται να συμφωνούν όχι μόνο με τις επικρατέστερες θεωρίες σχετικά με τη διαδικασία δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, αλλά και με εμπειρικά δεδομένα – πιο συγκεκριμένα, από τις διαστάσεις των αντικειμένων που βρίσκονται στη ζώνη των αστεροειδών και τα οποία είναι υπολείμματα του σχηματισμού των πλανητών. Κάτι που κάνει τους επιστήμονες να υποθέτουν επίσης πως, εκτός από την προσθήκη σιδηρόφιλων στοιχείων, η πρόσκρουση ενός ανάλογου βραχώδους αντικειμένου είναι ενδεχομένως η αιτία και για την ύπαρξη αρκετά μεγάλων ποσοτήτων παγωμένου νερού στον νότιο πόλο του φεγγαριού, όπως αποκάλυψαν πρόσφατες μετρήσεις της NASA. Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως το ίδιο φαινόμενο θα μπορούσε να συμβεί κάλλιστα και σε άλλες «γειτονιές» του σύμπαντος.
http://www.newpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Θέλω να πω ότι: