Google+ Το Ξέφωτο: ΤΟ ''Ε'' και το ''Υ'' (της ΝΟΕΛ ΜΠΑΞΤΕΡ).

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

ΤΟ ''Ε'' και το ''Υ'' (της ΝΟΕΛ ΜΠΑΞΤΕΡ).

Το Έψιλον και το Ύψιλον, από την ελληνική αλφάβητο τα δύο γράμματα, πιάστηκαν χεράκι-χεράκι και ξεκίνησαν τη βόλτα τους. Κρατούσαν από ένα βαλιτσάκι με ρόδα. Για εκεί που πήγαιναν το καλαθάκι με τα φαγώσιμα της Κοκκινοσκουφίτσας θα ήταν προτιμότερο, αλλά προέρχονται από ένα παλιό αλφάβητο που γεννήθηκε πριν ακόμη και από τα παραμύθια της Χαλιμάς. Τα ρόδα τα προόριζαν για τους τυχερούς ανθρώπους που θα τους έφερναν την ευτυχία. Την απίστευτη τύχη να είναι ευτυχισμένοι.
Το πρόγραμμα της διαδρομής τους για την συγκεκριμένη μέρα το είχαν γραμμένο σε ένα χαρτί από διαφημιστικό μπλοκ. Τον τελευταίο καιρό ήταν πλέον τόσο λίγοι οι άνθρωποι που επισκεπτόντουσαν, που θα μπορούσαν να είχαν γραμμένα τα ονόματά τους στην εσωτερική μεριά της παλάμης τους. Θα  χώραγαν. 

Για σήμερα είχαν γραμμένο στο χαρτί τους μόνο τέσσερις λεξούλες: το καράβι του Νώε.
Ανεμίζοντας το χαρτί, τα βαλιτσάκια με τα ρόδα και τραγουδώντας λα-λα-λα, τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου που φέρνουν την ευδαιμονία, την ευφορία και την ευτυχία, ξεκίνησαν τον δρόμο τους.
Να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους.
Καθοδόν κοιταζόντουσαν και χαμογελούσαν το ένα στο άλλο σαν ερωτευμένοι. Το ήξεραν επειδή τους το έλεγε ο κόσμος, πως η συνεύρεσή τους στην αρχή μίας λέξης δημιουργεί ένα ερεθιστικό θέαμα. (Κάποιοι άλλοι άνθρωποι αδιάφοροι στους λεπτούς ερεθισμούς, θεωρούν πως η παρέα του Έψιλον με το Ύψιλον δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που πρέπει να κατασταλεί.) Πράγματι, όποτε συναντώνται τα δύο γράμματα στην αμμουδιά μιας μακριάς λέξης, τρέχουν και κάνουν την δαιμονία ευδαιμονία, την τυχία ευτυχία και την φορία ευφορία. Ανοίγουν το βαλιτσάκι τους όπως οι παλιές μαμμές, παίρνουν από μέσα μια χούφτα ροδοπέταλα και τα σκορπάνε πάνω στον άνθρωπο που κάνουν ευτυχισμένο. Τον αλατοπιπερώνουν με χαρά. Ύστερα πιάνονται ξανά χέρι με χέρι και πάνε στην μακριά λέξη του διπλανού του, να κάνουν κι εκείνου την δαιμονία ευδαιμονία. Πριν προλάβει το κακό, και γίνει κακοδαιμονία.
Το Έψιλον και το Ύψιλον είναι ο Σάκης και ο Λάκης της ελληνικής αλφαβήτου. Η Ρούλα και η Σούλα στο θηλυκό γένος. Είναι τα γράμματα που παραδοσιακά ανήκουν στα λαϊκά στρώματα αφού η ευτυχία, θεωρητικά, ανήκει σε όλους. Συχνοί επισκέπτες της φτωχολογιάς παρά το επίσημο τελικό γράμμα «ν» που τους είναι φορεμένο σαν λινό άσπρο γάντι από μια αρχαΐζουσα εποχή που σήμερα φαντάζει όπως ένα μοντέρνο σαλονάκι στολισμένο με σεμέν.
Αυτά ως χθες.
Σήμερα είναι τα γράμματα της αλφαβήτου τα σε μεγαλύτερη απόσταση από τον άνθρωπο. Η ευδαιμονία, η ευτυχία και η ευφορία είναι πιο μακριά από τον μέσο Έλληνα από όσο πίσω στο χρόνο θυμούνται οι νέοι, οι κάπως νέοι και οι λιγότερο νέοι σε ηλικία. Τα εύκολα χρόνια γίνανε δύσκολα. Στις γειτονιές, παραταγμένα σε στρατιωτικό σχηματισμό, τριγυρνάνε πλέον το Δέλτα και το Σίγμα με το υπερήφανο Ύψιλον στη μέση σαν κρατούμενος. Δυσκολία, δυσχέρεια, δυσφορία.
Μόνο το Έψιλον και ένα ελεύθερο Ύψιλον μπορούν να τα βάλουν μαζί τους!
Στο χαρτί που ανεμίζουν ανέμελα, το Έψιλον και το Ύψιλον έχουν γραμμένη την μυστική τους αποστολή. Έφτασε στα αυτιά τους επιτέλους πως στο αμπάρι του καραβιού του Νώε βρίσκονται πολλοί δυστυχείς Έλληνες συνωστισμένοι και πάνε όπου τους πάει το κύμα και ο τυφλός καπετάνιος. Μια και δυο, έκρυψαν τα «ευ» τους, τα εύσημά τους και τα ρόδα, πήραν την φάτσα δύστυχων πριν τους ευτυχήσουν, και πήγαν να περιμένουν το καράβι του Νώε σε μια βραχονησίδα που η καρδιά της είναι τραυματισμένη από ένα κοντάρι σημαίας χωρίς την σημαία.
Έκατσαν στο βράχο σαν γλάροι και περίμεναν υπομονετικά. Περνούσαν οι ώρες. Τα ρόδα στο βαλιτσάκι είχαν ζαλίσει τα δυο γράμματα με το άρωμά τους, το ίδιο και ο ήλιος που τα χτύπαγε κατακούτελα. Μια παλιά ξεχαρβαλωμένη δασεία πάνω από το Ύψιλον πόση σκιά να προσφέρει; Παρά την θερμοπληξία τους, το ένα γράμμα κοίταζε το άλλο όπως οι παράνομοι εραστές που πάνε να κάνουν αταξία. Ίδια με γραμματάκια σχολιαρόπαιδα που ετοιμάζονται για την πρώτη τους φορά. Το Έψιλον που προηγείται στην αλφαβήτα και θεωρεί τον εαυτό του πιο σπουδαίο, αγριοκοίταξε το Ύψιλον που ήταν έτοιμο να κρυφτεί στην λέξη του ύπνου.
«Ξύπνα, Ύψιλον!», του είπε δυνατά.
Πέρασαν έτσι άπραγα κι άλλες πολλές ώρες. Το Έψιλον κοίταξε το ρολόι του και συνοφρυώθηκε. Το Ύψιλον χασμουρήθηκε. Κόντευε να το πάρει ο ύπνος.
«Να το!» φώναξε το Έψιλον ταράζοντας το διπλανό του γράμμα. Σηκώθηκαν όρθια κι άρχισαν να χειρονομούν προς το πλοίο, να τους δει ο τυφλός καπετάνιος. Εκείνος τους άκουσε και σταμάτησε. Στο δρόμο της θάλασσας έμεινε για λίγο το πλοίο του ακυβέρνητο. Τα δυο τους, άρπαξαν γρήγορα τα βαλιτσάκια τους κι επιβιβάστηκαν στην παμπάλαια ξύλινη κιβωτό που βγήκε εκ νέου στα πέλαγα. Τα οδήγησαν στο αμπάρι με τους φυλακισμένους Έλληνες. Υποχώρησε κι άνοιξε μπροστά τους η μεταλλική χοντρή πόρτα του αμπαριού που είχε χοντρύνει κι άλλο από τα πολλά στρώματα λαδομπογιάς.
Μέσα, τα υποδέχτηκε η μυρωδιά από πεθαμένα όνειρα. (Το ανθρώπινο δάκρυ είναι άοσμο.) Το Έψιλον και το Ύψιλον κόλλησαν το ένα δίπλα στο άλλο και σαστισμένα κοίταξαν γύρω τους στο αμπάρι την πολλή δουλειά που τα περίμενε.
«Πώς έγινε έτσι ο κόσμος;», ρώτησε ψιθυρίζοντας το Ύψιλον.
«Άμα ο καπετάνιος είναι τυφλός και οι μούτσοι ξένοι, τι περιμένεις!» σχολίασε μέσα από το δόντια του το Έψιλον.
Τσαλαβουτώντας στα δάκρυα των ανθρώπων, που άχνιζαν, τόσο φρέσκα, τα δύο γράμματα της αρχαίας αλφαβήτου άρχισαν να διασχίζουν τις πυκνές γραμμές των σημερινών Ελλήνων.
Χέρια τεντωμένα ζητούσαν ελεημοσύνη ένα ρόδο.
«Πρέπει οπωσδήποτε να μείνουμε μαζί. Κοίτα μη χαθείς!» προειδοποίησε το Έψιλον. «Μόνο εμείς μπορούμε να φέρουμε σε αυτούς τους ανθρώπους την ευτυχία, την ευδαιμονία και την ευφορία που χρειάζονται.»
«Και την ευζωία!», θύμισε το Ύψιλον.
«Πού την θυμήθηκες! Εδώ κόντεψα να την ξεχάσω εγώ!» απάντησε το Έψιλον που πάντα έπρεπε να έχει τον τελευταίο λόγο στην κουβέντα τους.
Διέσχιζαν το αμπάρι με δυσκολία, όμοια με τους ροκ σταρς που εμποδίζονται από τους θαυμαστές τους μετά από συναυλία, και σκορπούσαν ρόδα. Άνθιζε ένα χαμόγελο όπου έπεφτε ένα ροδοπέταλο. Τα πρόσωπα των ανθρώπων φωτίζονταν από χαρά. Η ευφορία ακολουθούσε τα δυο γράμματα σαν φως από προβολέα.
Με αυτά που είδαν στο αμπάρι, το Έψιλον και το Ύψιλον θύμωσαν που ανήκαν στο ίδιο αλφάβητο μαζί με τα γράμματα που δημιουργούν τις λέξεις κρίση, πρόβλημα, δουλειά, χρήματα, ανάγκη. Το προτιμούσαν, συνειδητοποίησαν, που βρίσκονταν ανάμεσα στον κόσμο και μοίραζαν τους καρπούς του ευ τους. Αυτή τη μέρα, στο αμπάρι του Νώε, τα παμπάλαια γράμματα μπήκαν σε άλλη εποχή. Μέχρι να φτάσουν ως την άλλη άκρη του καραβιού, είχαν αλλάξει. Στη διαδρομή, κάπου εκεί μέσα, έχασαν είκοσι δύο γράμματα και το άσπρο λινό γάντι τους. Ήρθαν πάλι κοντά στους ανθρώπους...
Νοέλ Μπάξερ

Μας το έστειλε ο φίλος Παύλος Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Θέλω να πω ότι:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...