“Το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο με μαθηματικούς χαρακτήρες” υποστήριξε ο Γαλιλαίος το 1623 στο έργο του il Saggiatore (ο Δοκιμαστής). Η ρήση του αυτή αποτελεί ορόσημο της επιστημονικής μεθοδολογίας που χαρακτήρισε τη διδασκαλία και το έργο του.
Σε ηλικία 45 ετών ο Γαλιλαίος τελειοποίησε μία ολλανδική εφεύρεση της εποχής, το τηλεσκόπιο και έστρεψε τους φακούς του στον έναστρο ουρανό. Στη μελέτη των αστρικών φαινομένων εφάρμοσε τη μαθηματικοποίηση της φυσικής που δίδασκε στους φοιτητές του στο πανεπιστήμιο της Πίζα και της Πάδοβα. Παρατήρηση, αναλυτική καταγραφή των δεδομένων, μαθηματική τεκμηρίωση, πείραμα (δοκιμασία όπως το ονόμαζε) και καταγραφή των συμπερασμάτων συνέθεταν την επιστημονική του μεθοδολογία που τον καθιέρωσε ως πατέρα της σύγχρονης επιστήμης.
Οι παρατηρήσεις του με τη χρήση του τηλεσκοπίου συνέκλιναν εξ' αρχής στη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος που κατέγραψε ο Κοπέρνικος στο έργο του de revolutionibus orbium coelestium (σχετικά με τις περιστροφές των ουράνιων σφαιρών). Η θεωρία αυτή που στηρίχθηκε στη διδασκαλία του Πυθαγόρα και στις μελέτες του Αρίσταρχου του Σάμιου τοποθετούσε τον Ήλιο στο κέντρο του Κόσμου.
Τα συμπεράσματά του ο Γαλιλαίος δίσταζε να δημοσιοποιήσει, υπό το φόβο της στοχοποίησης από τους “αριστοτελικούς” καθηγητές της Πάδοβα και την καθολική εκκλησία που παρέμεναν πιστοί στο δόγμα του Αριστοτέλη όπως αυτό εξελίχθηκε και κατεγράφη στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξη (Αλμαγέστη) από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο το 2ο αιώνα μ.Χ.
Σύμφωνα με το Πτολεμαϊκό γεωκεντρικό σύστημα η Γη αποτελούσε το ακίνητο κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφονταν σε κυκλική τροχιά τα ουράνια σώματα.
Ο Γαλιλαίος αντιλαμβανόμενος ότι κινδύνευε με τις διδαχές του να χαρακτηριστεί αιρετικός και να καταδικαστεί από την Ιερά Εξέταση επιχείρησε να διασκεδάσει τις επικρίσεις των δογματικών συγγράφοντας το 1632 το έργο του Dialogo sopra i due massimi sistemi del mondo (Διάλογος περί των δύο κύριων συστημάτων του Κόσμου) το οποίο είχε συμφωνήσει με τον Πάπα Ουρβανό τον Η΄ να καταλήγει στο συμπέρασμα “ότι ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό να αντιληφθεί το πώς είναι στην πραγματικότητα φτιαγμένος ο κόσμος, γιατί ο θεός μπορεί να ενεργήσει με τρόπους που ο άνθρωπος δεν μπορεί να διανοηθεί, ούτε έχει ο άνθρωπος τη δυνατότητα να περιορίσει την παντοδυναμία του θεού"
Στο έργο αυτό ο Γαλιλαίος συγκρίνει με σαρκασμό και ειρωνεία τα δύο συστήματα (ηλιοκεντρικό και γεωκεντρικό) και ενώ είχε συμφωνήσει να παραμείνει ουδέτερος συγκλίνει ξεκάθαρα προς το Κοπερνίκειο σύστημα. Στα απλοϊκά-δογματικά επιχειρήματα των Πτολεμαϊκών παραθέτει μαθηματικές αναλύσεις και επιστημονικά δεδομένα θεμελιώνοντας με το μνημειώδες έργο του τη φυσική επιστήμη.
Ο Πάπας εξοργίζεται με τη δημοσίευση του βιβλίου και για έναν επιπρόσθετο λόγο: ο Γαλιλαίος το έγραψε στην ιταλική κοινή της εποχής και όχι στη λατινική γλώσσα της διανόησης και της εκκλησίας, κατά συνέπεια το σύγγραμμα μπορούσε να αναγνωσθεί και να επηρεάσει τις λαϊκές μάζες σε μια περίοδο που ο Προτεσταντισμός αμφισβητούσε το δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας..
Ο Γαλιλαίος καλείται στην Ιερά Εξέταση και καταδικάζεται το 1633. Το έργο του εγγράφεται στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων, ο ίδιος αναγκάζεται να αποποιηθεί των ιδεών του και να αναθεματίσει δημοσίως τα γραφόμενά του.
Η καταδίκη αυτή γνωστή και ως “το ζήτημα του Γαλιλαίου” έμεινε στην ιστορία σαν μια προσπάθεια βίαιης επιβολής του εκκλησιαστικού δόγματος και ευρύτερα της Θρησκείας στην επιστημονική αλήθεια.
Η τιμή του Γαλιλαίου αποκαταστάθηκε 300 χρόνια μετά την καταδίκη του το 1992 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο το Β΄ που αποκάλεσε το ζήτημα του Γαλιλαίου “τραγική αμοιβαία αδυναμία κατανόησης”...
Λέγεται ότι ο Γαλιλαίος ολοκληρώνοντας την απολογία του στην Ιερά Εξέταση κατέληξε λέγοντας “E pur si muove” (κι όμως κινείται) υπονοώντας φυσικά ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο. Παρόλο που θεωρείται απίθανο να ειπώθηκε, τη δεδομένη χρονική στιγμή, η φράση του χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα όταν κάποιος αναγκάζεται να αποκηρύξει δημοσίως τα πιστεύω του ενώ κατά βάση γνωρίζει την αλήθεια.
--------------------------------
Το βιβλίο του ποδοσφαίρου είναι γραμμένο με προπονητικούς χαρακτήρες!
Η αγωνιστική αναγέννηση και η διαφώτιση της ψυχολογίας που καταγράφεται από τη δημοσιογραφία της ΑΕΚ τις τελευταίες εβδομάδες θεμελιώνεται αναμφίβολα στην έλευση του νέου τεχνικού των κιτρινόμαυρων Μανόλο Χιμένεθ.
Είναι πανθομολογούμενο στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο το γεγονός (ιδιαίτερα μετά τις πρώτες αποτυχίες του Χιμένεθ με Πανιώνιο και Άντερλεχτ) πως η εν γένει μετάλλαξη της ΑΕΚ από μια ομάδα με απροσδιόριστους εξωαγωνιστικούς κλυδωνισμούς σε μια ομάδα με ξεκάθαρους αγωνιστικούς προσανατολισμούς οφείλεται στην προσωπικότητα και το χαρακτήρα του νέου προπονητή παρά στις “μαγικές”-τεχνικές του δεξιότητες που αν μη τι άλλο χρειάζονται χρόνο για να επιβεβαιωθούν.
Ο Χιμένεθ έστρεψε τους προβολείς της δημοσιογραφίας στους υπέρλαμπρους αστέρες των γηπέδων των οποίων τη λάμψη επισκίαζε η εμβληματική προσωπικότητα του Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Όταν έσβησαν τα φώτα των πρώτων επιτυχιών έστρεψε την προσοχή του και στους αφανείς ήρωες του συλλόγου -αναπληρωματικούς ποδοσφαιριστές, φροντιστές, διοικητικούς υπαλλήλους- απονέμοντάς τους για πρώτη φορά στα τελευταία χρόνια το μερίδιο της δημοσιότητας και της επιτυχίας που τους αναλογεί. Επί ημερών Μπάγεβιτς όλοι αυτοί παρέμεναν στην αφάνεια και συνέθεταν τα βουβά πρόσωπα του χορού στην τραγωδία του συλλόγου.
Για έναν ιστορικό του ποδοσφαίρου που θα αναλάμβανε να μελετήσει τα δύο κύρια συστήματα της προπονητικής, η μεγάλη “αλλαγή” της ΑΕΚ αποτελεί ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μοντέλο 1ο: Προπονητικοκεντρικό – Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Στο μοντέλο αυτό ο προπονητής αποτελεί τον απόλυτο κυρίαρχο. Στο προπονητικοκεντρικό μοντέλο παρατηρείται συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του τεχνικού της ομάδας. Ο προπονητής είναι η αδιαμφισβήτητη και σημαντικότερη προσωπικότητα του συλλόγου, καρπώνεται τις επιτυχίες αλλά και χρεώνεται τις αποτυχίες. Οι ποδοσφαιριστές μετατρέπονται σε στρατιώτες-ρολίστες και κανείς δεν είναι αναντικατάστατος, αντίθετα ο προπονητής χαρακτηρίζεται κατ' επανάληψη και καθ' έξιν από τον τύπο στρατηγός, δάσκαλος, πρίγκηπας κ.τ.λ.
Μοντέλο 2ο: Αθλητικοκεντρικό – Μανόλο Χιμένεθ.
Στο μοντέλο αυτό ο προπονητής αποτελεί τον ενορχηστρωτή μιας αθλητικής “συμφωνίας”. Στο αθλητικοκεντρικό μοντέλο παρατηρείται διάκριση των εξουσιών από τον τεχνικό της ομάδας στους καθ'ύλην (επαρκείς ή ανεπαρκείς) αρμόδιους. Η προσωπικότητα του προπονητή δομείται στην εκτίμηση ποδοσφαιριστών και δημοσιογράφων η οποία αλληλοτροφοδοτείται σε κάθε ευκαιρία. Ο τεχνικός διαμοιράζει τις επιτυχίες και τις αποτυχίες σε ίσα μερίδια. Οι ποδοσφαιριστές συμπρωταγωνιστούν με τον προπονητή είτε στην Τραγωδία, είτε στην Κωμωδία που συνθέτουν οι αγωνιστικές τους επιδόσεις και η Τύχη.
Τα δύο μοντέλα προπονητικής έχουν, δυνάμει, τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας με την προϋπόθεση της επάρκειας, ως προς την τεχνική κατάρτιση, του προπονητή.
Η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του κάθε προπονητή συμπληρώνουν τα κενά που αφήνουν στο βιβλίο του ποδοσφαίρου οι τρέχουσες απαιτήσεις του κάθε συλλόγου που με την πάροδο του χρόνου (και όμως) κινούνται σε κυκλικές τροχιές.
Stingo
pesta!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή