Μερικές αποστάσεις φαίνεται πως κρατά από την επιχείρηση «αισιοδοξία» της κυβέρνησης ο επικεφαλής τουΙΟΒΕ, κ. Οδυσσέας Κυριακόπουλος*, με τον οποίο συνομίλησε το «Κ». Παραδέχεται, σε έναν βαθμό, την πρόοδο που έχει συντελεστεί στο πεδίο της μείωσης του κόστους εργασίας τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, θεωρεί πως η θετική αυτή επίδραση στην ανταγωνιστικότητα κόστους της ελληνικής οικονομίας μειώνεται ή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εξαφανίζεται, επειδή υπάρχουν άλλα υψηλά ακόμη κόστη παραγωγής.
Σχετικά με τη μεγάλη αύξηση του επιχειρηματικού δείκτη προσδοκιών τους τελευταίους μήνες, ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ εκτιμά ότι οφείλεται στη λιγότερη απαισιοδοξία και όχι στην περισσότερη αισιοδοξία των βιομηχάνων.
Από κει και πέρα, ο κ. Κυριακόπουλος εκτιμά πως, παρά την ύφεση, ένα ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της ζήτησης στο εσωτερικό της χώρας καλύπτεται από την ντόπια βιομηχανία και όχι από τις εισαγωγές.
Θεωρεί, μάλιστα, πως αυτή η τάση θα συνεχιστεί και τις επόμενες χρονιές, βοηθούντος και του βελτιωμένου επενδυτικού κλίματος.
Στην τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ αναφέρεται ότι, με βάση συγκεκριμένες μετρήσεις των εμπειρογνωμόνων του, το 2012 εμφανίστηκε στην ελληνική οικονομία «μια τάση υποκατάστασης» των εισαγωγών από προϊόντα που παράγονται από την ελληνική βιομηχανία. Εκτιμάτε ότι θα συνεχιστεί -και για ποιον λόγο- αυτή η τάση και τα επόμενα χρόνια;
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια η εγχώρια ζήτηση έχει υποχωρήσει σημαντικά, ωστόσο η πτώση των εισαγωγών είναι πολύ μεγαλύτερη. Αυτό σημαίνει ότι ένα αυξανόμενο τμήμα της εγχώριας ζήτησης καλύπτεται πλέον από ελληνική παραγωγή. Αυτή η τάση θα συνεχιστεί, πρωτίστως επειδή ο περιορισμός των εισοδημάτων δεν επιτρέπει καταναλωτικές συμπεριφορές του παρελθόντος. Υπάρχει στη χώρα παραγωγικό δυναμικό που ήδη καλύπτει περισσότερο τις εγχώριες ανάγκες, τάση που θα διευρυνθεί τα προσεχή χρόνια.
Τον περασμένο Μάρτιο ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία σημείωσε ρεκόρ τριετίας. Πού οφείλονται, κατά τη γνώμη σας, αυτές οι τόσο πολύ υψηλές προσδοκίες των Ελλήνων βιομηχάνων, παρά τη βαθιά ύφεση στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται η ελληνική οικονομία;
Δεν θα έλεγα ότι οι προσδοκίες είναι υψηλές. Είναι απλώς λιγότερο απαισιόδοξες. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στη βιομηχανία είναι ο δείκτης εκείνος που είχε πρώτος αποτυπώσει την επερχόμενη οικονομική κρίση, ήδη από το 2008.
Ωστόσο, οι ελληνικές βιομηχανίες, καθώς ήταν ήδη εξωστρεφείς, προσπάθησαν να υποκαταστήσουν τις απώλειες από την εγχώρια ζήτηση με εξαγωγές. Τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής τώρα αποτυπώνονται στις πωλήσεις, ωστόσο οι αβεβαιότητες παραμένουν.
Επομένως, αν και η βελτίωση που παρατηρείται είναι σημαντική, οι προσδοκίες δεν έχουν ακόμη επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα.
Τόσο η τρόικα όσο και η ελληνική κυβέρνηση πιστεύουν πως η ελληνική εξαγωγική βιομηχανία αποτελεί τον βασικότερο πυλώνα ανάκαμψης της εγχώριας οικονομίας, ενώ την ίδια στιγμή αμφότεροι παραδέχονται πως μόνο οι άμεσες ξένες επενδύσεις μπορούν να οδηγήσουν σ΄ αυτήν την ανάκαμψη. Πώς πιστεύετε ότι συμβιβάζεται η ανάπτυξη της «ελληνικής» βιομηχανίας με τις «ξένες» επενδύσεις στις σημερινές συνθήκες;
Θεωρώ ότι κυρίως οι άμεσες ξένες ή/και ελληνικές επενδύσεις, ιδιωτικές και δημόσιες, θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη.
Το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον είναι αναγκαίο, ενώ δεν πρέπει να αφήσουμε αστήρικτο τον υπάρχοντα, και ανταγωνιστικό σε πολλές περιπτώσεις, παραγωγικό ιστό μας. Πιστεύω ότι υπάρχουν και εγχώριες δυνάμεις που μπορούν, είτε αυτόνομα είτε σε συνεργασία, με σχήματα από το εξωτερικό, να επενδύσουν στην ελληνική παραγωγή.
Η άρση των πολλών γνωστών εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και η σταθεροποίηση του θεσμικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την εκδηλούμενη ισχυρότερη εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων μπορούν να θέσουν σταθερά την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης διατείνεται πως ο δείκτης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους της οικονομίας έχει κερδίσει τα % του εδάφους που έχασε κατά την περίοδο 2001 -2009. Συμμερίζεστε ή όχι αυτήν την εκτίμηση και γιατί;
Η συγκεκριμένη επισήμανση αφορά το κόστος εργασίας, που πράγματι έχει περιοριστεί. Ωστόσο, η ανταγωνιστικότητα κόστους σχετίζεται και με άλλους παράγοντες, όπως το φορολογικό σύστημα, το κόστος συναλλαγών με το Δημόσιο, το κόστος εξαγωγών, τις τιμές πρώτων υλών (π.χ., πετρέλαιο, ρεύμα).
Σε αυτές και σε άλλες παραμέτρους έχει επιτευχθεί μικρή πρόοδος, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η αύξηση κάποιων συντελεστών κόστους αντισταθμίζει το όποιο όφελος.
Επομένως, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε
Στροφή στα ελληνικά προϊόντα
Στην τελευταία έκθεσή του (α΄ τρίμηνο 2013) το ΙΟΒΕ υποστηρίζει πως οι Έλληνες καταναλωτές φαίνεται πως στρέφονται ολοένα και περισσότερο στα προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί, παρά τη λιτότητα και την ύφεση, οι εισαγωγές ξένων προϊόντων έχουν πληγεί περισσότερο από την εγχώρια παραγωγή.
Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 2008-2012, οι εισαγωγές στη χώρα μειώθηκαν κατά 40%, ενώ η εγχώρια βιομηχανική παραγωγή μόλις κατά 24%.
Η εγχώρια καταναλωτική ζήτηση μειώθηκε κατά 27% την ίδια περίοδο.
* Ο Οδυσσέας Κυριακόπουλος είναι ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), ενώ έχει διατελέσει επί μακρόν πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ).
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 2ας Μαΐου
Share
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Θέλω να πω ότι: