Το βράδυ του Σαββάτου καθόμουν με φίλους, σ’ ένα καφενείο στη Σίβηρη, για να δούμε τον τελικό του Κυπέλλου. Χωρίς αγωνία για το αποτέλεσμα, χωρίς φανατισμό, χωρίς άποψη για το ποιος θα κερδίσει. Με την ελπίδα πως ίσως θα βλέπαμε καλό ποδόσφαιρο. Όπως εξελισσόταν το παιχνίδι, νιώθαμε ότι ήταν ανοιχτό σε κάθε αποτέλεσμα. Προσδοκία που γρήγορα αποδείχτηκε φρούδα, με όσα συνέβησαν.
Στο καφενείο, βροχή οι αποδοκιμασίες και οι βρισιές, με χαρακτηριστική την αναφορά στην "παράγκα". Δεν θυμάμαι άλλη φορά χιλιάδες φιλάθλους της ομάδας που "κέρδισε" το κύπελλο να αποχωρούν απ' το γήπεδο πριν την τελετή απονομής - σε μια υγιή αντίδραση απέναντι σε κάτι που έμοιαζε "στημένο". Δεν ήθελαν να πανηγυρίσουν κάτι τόσο προκλητικά κάλπικο. Ήταν, παράλληλα, μια υπόμνηση ότι οι ομάδες δεν ταυτίζονται με τους εκάστοτε ιδιοκτήτες τους, ούτε με τις μεθόδους που (φαντάζονται ότι) ενδεχομένως αυτοί ακολουθούν.
Αυτό το έμαθα καλά την περίοδο που ήμουν Υφυπουργός Αθλητισμού. Μου το επεσήμανε ενός παλιός αθλητικογράφος, από τους ελάχιστους που δεν σιτίζονταν στην τότε "παράγκα". Όταν σταμάτησε να μου επιτίθεται μέσα από την εφημερίδα στην οποία έγραφε και τον ρώτησα γιατί συνέβη αυτή η αλλαγή, μου είπε: "εγώ δεν είμαι του τάδε, αλλά αγαπώ την ομάδα μου που βρίσκεται στην ιδιοκτησία του. Η ομάδα δεν "ανήκει" σ' αυτόν, αλλά στους φιλάθλους της. Άλλαξα στάση γιατί κατάλαβα ότι αυτά που θέλεις να κάνεις για το ποδόσφαιρο δεν στρέφονται εναντίον της ομάδας μου, αλλά εναντίον του συστήματος που διαβρώνει το ελληνικό ποδόσφαιρο και το καθιστά απολύτως αναξιόπιστο".
Είναι αλήθεια πως αυτός ο τελικός Κυπέλλου με γύρισε αρκετά χρόνια πίσω. Στον Απρίλιο του 2000, όταν -αμέσως μετά τις εκλογές- ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης μου ζήτησε να αναλάβω Υφυπουργός Αθλητισμού. Κόντεψε να μου πέσει το ακουστικό από το χέρι. Ήμουν στο Υπουργείο Εσωτερικών, μόλις είχαμε αντιμετωπίσει με επιτυχία τα θέματα που είχε προκαλέσει ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα και ήταν σε εξέλιξη η μεταρρύθμιση στην Αυτοδιοίκηση με το πρόγραμμα "Ι. Καποδίστριας", που είχε οργανώσει άψογα ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Τα ’χασα. Ο Πρωθυπουργός, μου εξήγησε ότι η μετακίνησή μου είχε σχέση με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Είχαμε μείνει πολύ πίσω στην προετοιμασία και έπρεπε να καλυφθεί ο χαμένος χρόνος. Θυμάμαι τη φράση με την οποία συμπλήρωσε την προηγούμενη: "Υπάρχει πολλή βρωμιά σ' αυτόν τον χώρο. Κάνε ό,τι μπορείς".
Όταν ανέλαβα, δεν φανταζόμουν πόσο βαθιά διαβρωμένο ήταν το σύστημα, με πολύπλοκες διασυνδέσεις στο χώρο της πολιτικής, της οικονομίας, του κράτους, της δικαιοσύνης. Μια Λερναία Ύδρα, κυριολεκτικά. Στη διαδρομή ένιωθα ότι η περίφημη "παράγκα" ήταν το πιο ασήμαντο τμήμα της υπόθεσης, αν κοιτούσε κάποιος το ζήτημα συνολικά. Όμως η "παράγκα" ήταν το καλύτερο "λαϊκό ανάγνωσμα" την εποχή εκείνη. Η διάβρωση είχε φτάσει ως τις μικρές ερασιτεχνικές κατηγορίες (όταν αργότερα ακούστηκαν από τηλεοπτική εκπομπή κασέτες με συνομιλίες μελών της "παράγκας" και οι πλέον δύσπιστοι κατάλαβαν). Προσπάθησα να δω το θέμα σε βάθος. Έπρεπε η παρέμβαση ν' αγγίξει τον πυρήνα του προβλήματος. Διαιτησία. Όλα άρχιζαν και τελείωναν εκεί.
Με την έγκριση του Πρωθυπουργού άρχισα τις νομοθετικές παρεμβάσεις, με πρώτη την ποινική κατάσταση των προσώπων που μπορούσαν να κατέχουν θέσεις στις Αθλητικές Οργανώσεις. Για την κατάθεση της σχετικής ρύθμισης συγκατατέθηκαν όλα τα κόμματα. Όταν, όμως, ήρθε η ώρα να ψηφιστεί, οι εκπρόσωποι της "παράγκας" στο Κοινοβούλιο, σε αγαστή διακομματική συνεργασία, επέβαλαν την απόσυρσή της. Απευθύνθηκα στον Κ. Σημίτη που βρισκόταν στην Αμερική, λέγοντας ότι θα υπέβαλα παραίτηση. Οργισμένος μου απάντησε να μην το κάνω και να καταθέσω την ίδια μέρα χωριστό νομοσχέδιο με την ίδια διάταξη. ´Εσπευσα να το καταθέσω, με μια δήλωση που έλεγε: "όσοι περίμεναν να παραιτηθώ, θα αναγκαστούν να πιουν το πικρό γι' αυτούς ποτήρι της κάθαρσης μέχρι τον πάτο". Ήταν μια πρώτη μικρή νίκη - και μια πρώτη ήττα του γνωστού συστήματος.
Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε ομόφωνα. Ένας Δικαστής αρνήθηκε να εφαρμόσει το νόμο. Προσέφυγα στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο έκανε ομόφωνα δεκτή την προσφυγή μου. Ο νόμος εφαρμόστηκε. Τα πράγματα φαίνονταν να έχουν πάρει το δρόμο τους, αλλά φευ. Αρωγός στο εγχώριο σύστημα ήρθε η FIFA με τον "περίφημο" Μπλάτερ. Πήρε απόφαση (που όμως δεν ανακοίνωσε) για τον αποκλεισμό των ελληνικών ομάδων από τις διεθνείς διοργανώσεις. Κατέφυγα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ελληνίδα Επίτροπος ´Αννα Διαμαντοπούλου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πίεση της Ε.Ε. προς τη FIFA. Ο Επίτροπος για τον ανταγωνισμό Μ. Μόντι (ναι, ο μέχρι πρόσφατα Ιταλός Πρωθυπουργός) απείλησε τη FIFA ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προσέφευγε με ασφαλιστικά μέτρα υπέρ της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αν η FIFA προχωρούσε στον αποκλεισμό των ελληνικών ομάδων. Ο Μπλάτερ υποχώρησε.
Έγινε η επίσημη συνάντηση FIFA-Ελληνικής κυβέρνησης-ΕΠΟ στην Ελβετία, η οποία συνεχίστηκε στην Ελλάδα με εκπρόσωπο της FIFA τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Φρανσουά Φαγιάρ, γνωστό από την υπόθεση υποβιβασμού της Μαρσέιγ την οποία αυτός επέβαλε. Εκεί πρότεινα την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τη διαιτησία, με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η ΕΠΟ αντιδρούσε λυσσαλέα. Ο Φαγιάρ, όμως, το δέχτηκε και επέβαλε στην ΕΠΟ την άποψή του. Είχα καταλήξει στο σχέδιο αυτό μετά από μεγάλη αναζήτηση και αφού οι, έντιμοι κατά τα άλλα, Έλληνες συνομιλητές μου, μου έλεγαν ότι το θέμα ήταν να "φύγουν οι κακοί και να έρθουν οι καλοί", χωρίς να αλλάξει το πλαίσιο. Με βοήθησε πολύ ένας επικεφαλής της διαιτησίας από βορειοευρωπαϊκή χώρα, τον οποίο έστειλε ανεπίσημα στην Ελλάδα ο Σουηδός τότε Πρόεδρος της UEFA, Γιόχανσον. Το πλαίσιο άλλαξε ριζικά.
Πολυάνθρωπες επιτροπές καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας που ανέλαβε να αλλάξει τα πάντα. Είναι αλήθεια ότι εκείνη η πρώτη "τρόικα" της διαιτησίας (Μπίκας-Τεβεκέλης-Γιαννόπουλος) έκανε εξαιρετική δουλειά - και τους οφείλω αυτήν την αναφορά. Διέγραψε αμέσως από τους πίνακες πολλούς από τους κυριολεκτικά αχρείους διαιτητές. Παρακολουθούσαν τους αγώνες (κάποιες φορές και από την τηλεόραση) και διέγραφαν ή τιμωρούσαν διαρκώς. Άκουγα τότε τη φράση "μα, δε θα μείνει κανείς στο τέλος!". Έτσι έθεσαν τις βάσεις για την επιλογή και επιμόρφωση των διαιτητών από το ξεκίνημά τους. Έμοιαζε να έχει έρθει μια "άνοιξη" στο ποδόσφαιρο. Σταδιακά άρχισε να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη και οι φίλαθλοι να επιστρέφουν στα γήπεδα. Όμως η "άνοιξη" κράτησε λίγο - όχι απλώς γιατί μετακινήθηκα από το Υπουργείο Αθλητισμού στο Υπουργείο Οικονομικών, στον ανασχηματισμό του Οκτωβρίου του 2001, μετά από 18 μήνες. Όταν τελείωσε η θητεία της πρώτης τριμελούς επιτροπής διαιτησίας, άρχισαν πρώτα οι αντικαταστάσεις και μετά η αύξηση του αριθμού των μελών της. Φαινόταν ότι το "σύστημα" δεν μπορούσε να αντέξει καθαρούς κανόνες εσαεί.
Παράλληλα με το θέμα του ποδοσφαίρου, είχα ανοίξει το κυρίως μέτωπο: το πέρασμα του ΟΠΑΠ στον... ΟΠΑΠ, όταν θα έληγε η σύμβαση με τη γνωστή εταιρία. Η εταιρία είχε προσφύγει στη δικαστική διαιτησία και ζητούσε από τον ΟΠΑΠ 30 δισ. δραχμές. Κέρδισε. Ζήτησα από τον ΟΠΑΠ να προσφύγει κατά της απόφασης στο Εφετείο Αθηνών. Το Εφετείο δικαίωσε τον ΟΠΑΠ. Προστατέψαμε την περιουσία του Δημοσίου κατά 30 δισ. δραχμές.
Ταυτόχρονα ξεκίνησαν όλες οι προετοιμασίες, σε τεχνολογία και προσωπικό. Η λήξη της σύμβασης συνέπεσε με την ανάληψη της εξουσίας από τη "νέα διακυβέρνηση" του Κ. Καραμανλή. Δεν έγινε καν διαγωνισμός από μια κυβέρνηση της οποίας ο επικεφαλής όσο ήταν στην αντιπολίτευση χαρακτήρισε τον Κ. Σημίτη "αρχιερέα της διαπλοκής"! Η σύμβαση παρατάθηκε, προς δόξαν των γνωστών συμφερόντων. Οι κατά τον Κ. Καραμανλή "νταβατζήδες" έζησαν μέρες δόξας επί των ημερών της διακυβέρνησής του - όπως, άλλωστε, και τώρα, στην εποχή της "τρικομματικής"! Ο ΟΠΑΠ αποκρατικοποιήθηκε πριν λίγες μέρες εν μέσω "εκκωφαντικής" σιωπής, αφού προηγουμένως η Κυβέρνηση έδωσε εντολή να παραταθεί για πέντε χρόνια η σύμβαση του ΟΠΑΠ με τη γνωστή εταιρία. Τα παρασιτικά συστήματα της χώρας, αφού κέρδισαν χρόνο με κραυγές και οιμωγές υπέρ των αδυνάτων και των "εθνικών συμφερόντων" και εναντίον των "καταραμένων" ξένων, καρπώνονται τώρα την περιουσία της. Αυτοί, και όχι κάποιοι ξένοι, όπως ωρύονται διάφοροι δήθεν πατριώτες - και όλα αυτά εν μέσω βαθιάς κρίσης και άγριας επίθεσης στα εισοδήματα των πιο αδύναμων της χώρας. Αυτές τις μέρες, θυμάμαι τον πικρό, αλλά πάντα επίκαιρο στίχο του Διονύση Σαββοπουλου: "όλη η Ελλάδα, ατέλειωτη παράγκα...".
Από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα, κάποιοι δικαίως αναρωτήθηκαν γιατί δεν τελείωσε η ιστορία της παράγκας. Γιατί δεν ολοκληρώθηκε μια προσπάθεια που έφτασε πολύ κοντά σε ένα συνολικό αποτέλεσμα. Γιατί μετακινήθηκα από το Υπουργείο Αθλητισμού. Κάποια χρόνια μετά, νομίζω ότι η απάντηση βρίσκεται σε όσα περιγράφω παραπάνω. Και σε κάτι ακόμη. Εκείνη την περίοδο, δεν περνούσε μέρα που να μην επισκέπτονται τον Πρωθυπουργό "κορυφαίοι" Υπουργοί, ζητώντας του να με διώξει, όχι απλώς από το Υπουργείο, αλλά και από την κυβέρνηση! Τους "χαλούσα την πιάτσα", όπως έλεγαν φανερά. Ακόμη και μέσα στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου... Το καμπανάκι του ηθικού κινδύνου είχε σημάνει από τότε, αλλά δεν υπήρχαν αυτιά πρόθυμα να το ακούσουν. Αντίθετα...
*Ο Γιώργος Φλωρίδης είναι πρώην υπουργός και μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.
Share
Στο καφενείο, βροχή οι αποδοκιμασίες και οι βρισιές, με χαρακτηριστική την αναφορά στην "παράγκα". Δεν θυμάμαι άλλη φορά χιλιάδες φιλάθλους της ομάδας που "κέρδισε" το κύπελλο να αποχωρούν απ' το γήπεδο πριν την τελετή απονομής - σε μια υγιή αντίδραση απέναντι σε κάτι που έμοιαζε "στημένο". Δεν ήθελαν να πανηγυρίσουν κάτι τόσο προκλητικά κάλπικο. Ήταν, παράλληλα, μια υπόμνηση ότι οι ομάδες δεν ταυτίζονται με τους εκάστοτε ιδιοκτήτες τους, ούτε με τις μεθόδους που (φαντάζονται ότι) ενδεχομένως αυτοί ακολουθούν.
Αυτό το έμαθα καλά την περίοδο που ήμουν Υφυπουργός Αθλητισμού. Μου το επεσήμανε ενός παλιός αθλητικογράφος, από τους ελάχιστους που δεν σιτίζονταν στην τότε "παράγκα". Όταν σταμάτησε να μου επιτίθεται μέσα από την εφημερίδα στην οποία έγραφε και τον ρώτησα γιατί συνέβη αυτή η αλλαγή, μου είπε: "εγώ δεν είμαι του τάδε, αλλά αγαπώ την ομάδα μου που βρίσκεται στην ιδιοκτησία του. Η ομάδα δεν "ανήκει" σ' αυτόν, αλλά στους φιλάθλους της. Άλλαξα στάση γιατί κατάλαβα ότι αυτά που θέλεις να κάνεις για το ποδόσφαιρο δεν στρέφονται εναντίον της ομάδας μου, αλλά εναντίον του συστήματος που διαβρώνει το ελληνικό ποδόσφαιρο και το καθιστά απολύτως αναξιόπιστο".
Είναι αλήθεια πως αυτός ο τελικός Κυπέλλου με γύρισε αρκετά χρόνια πίσω. Στον Απρίλιο του 2000, όταν -αμέσως μετά τις εκλογές- ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης μου ζήτησε να αναλάβω Υφυπουργός Αθλητισμού. Κόντεψε να μου πέσει το ακουστικό από το χέρι. Ήμουν στο Υπουργείο Εσωτερικών, μόλις είχαμε αντιμετωπίσει με επιτυχία τα θέματα που είχε προκαλέσει ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα και ήταν σε εξέλιξη η μεταρρύθμιση στην Αυτοδιοίκηση με το πρόγραμμα "Ι. Καποδίστριας", που είχε οργανώσει άψογα ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Τα ’χασα. Ο Πρωθυπουργός, μου εξήγησε ότι η μετακίνησή μου είχε σχέση με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Είχαμε μείνει πολύ πίσω στην προετοιμασία και έπρεπε να καλυφθεί ο χαμένος χρόνος. Θυμάμαι τη φράση με την οποία συμπλήρωσε την προηγούμενη: "Υπάρχει πολλή βρωμιά σ' αυτόν τον χώρο. Κάνε ό,τι μπορείς".
Όταν ανέλαβα, δεν φανταζόμουν πόσο βαθιά διαβρωμένο ήταν το σύστημα, με πολύπλοκες διασυνδέσεις στο χώρο της πολιτικής, της οικονομίας, του κράτους, της δικαιοσύνης. Μια Λερναία Ύδρα, κυριολεκτικά. Στη διαδρομή ένιωθα ότι η περίφημη "παράγκα" ήταν το πιο ασήμαντο τμήμα της υπόθεσης, αν κοιτούσε κάποιος το ζήτημα συνολικά. Όμως η "παράγκα" ήταν το καλύτερο "λαϊκό ανάγνωσμα" την εποχή εκείνη. Η διάβρωση είχε φτάσει ως τις μικρές ερασιτεχνικές κατηγορίες (όταν αργότερα ακούστηκαν από τηλεοπτική εκπομπή κασέτες με συνομιλίες μελών της "παράγκας" και οι πλέον δύσπιστοι κατάλαβαν). Προσπάθησα να δω το θέμα σε βάθος. Έπρεπε η παρέμβαση ν' αγγίξει τον πυρήνα του προβλήματος. Διαιτησία. Όλα άρχιζαν και τελείωναν εκεί.
Με την έγκριση του Πρωθυπουργού άρχισα τις νομοθετικές παρεμβάσεις, με πρώτη την ποινική κατάσταση των προσώπων που μπορούσαν να κατέχουν θέσεις στις Αθλητικές Οργανώσεις. Για την κατάθεση της σχετικής ρύθμισης συγκατατέθηκαν όλα τα κόμματα. Όταν, όμως, ήρθε η ώρα να ψηφιστεί, οι εκπρόσωποι της "παράγκας" στο Κοινοβούλιο, σε αγαστή διακομματική συνεργασία, επέβαλαν την απόσυρσή της. Απευθύνθηκα στον Κ. Σημίτη που βρισκόταν στην Αμερική, λέγοντας ότι θα υπέβαλα παραίτηση. Οργισμένος μου απάντησε να μην το κάνω και να καταθέσω την ίδια μέρα χωριστό νομοσχέδιο με την ίδια διάταξη. ´Εσπευσα να το καταθέσω, με μια δήλωση που έλεγε: "όσοι περίμεναν να παραιτηθώ, θα αναγκαστούν να πιουν το πικρό γι' αυτούς ποτήρι της κάθαρσης μέχρι τον πάτο". Ήταν μια πρώτη μικρή νίκη - και μια πρώτη ήττα του γνωστού συστήματος.
Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε ομόφωνα. Ένας Δικαστής αρνήθηκε να εφαρμόσει το νόμο. Προσέφυγα στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο έκανε ομόφωνα δεκτή την προσφυγή μου. Ο νόμος εφαρμόστηκε. Τα πράγματα φαίνονταν να έχουν πάρει το δρόμο τους, αλλά φευ. Αρωγός στο εγχώριο σύστημα ήρθε η FIFA με τον "περίφημο" Μπλάτερ. Πήρε απόφαση (που όμως δεν ανακοίνωσε) για τον αποκλεισμό των ελληνικών ομάδων από τις διεθνείς διοργανώσεις. Κατέφυγα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ελληνίδα Επίτροπος ´Αννα Διαμαντοπούλου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πίεση της Ε.Ε. προς τη FIFA. Ο Επίτροπος για τον ανταγωνισμό Μ. Μόντι (ναι, ο μέχρι πρόσφατα Ιταλός Πρωθυπουργός) απείλησε τη FIFA ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προσέφευγε με ασφαλιστικά μέτρα υπέρ της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αν η FIFA προχωρούσε στον αποκλεισμό των ελληνικών ομάδων. Ο Μπλάτερ υποχώρησε.
Έγινε η επίσημη συνάντηση FIFA-Ελληνικής κυβέρνησης-ΕΠΟ στην Ελβετία, η οποία συνεχίστηκε στην Ελλάδα με εκπρόσωπο της FIFA τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Φρανσουά Φαγιάρ, γνωστό από την υπόθεση υποβιβασμού της Μαρσέιγ την οποία αυτός επέβαλε. Εκεί πρότεινα την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τη διαιτησία, με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η ΕΠΟ αντιδρούσε λυσσαλέα. Ο Φαγιάρ, όμως, το δέχτηκε και επέβαλε στην ΕΠΟ την άποψή του. Είχα καταλήξει στο σχέδιο αυτό μετά από μεγάλη αναζήτηση και αφού οι, έντιμοι κατά τα άλλα, Έλληνες συνομιλητές μου, μου έλεγαν ότι το θέμα ήταν να "φύγουν οι κακοί και να έρθουν οι καλοί", χωρίς να αλλάξει το πλαίσιο. Με βοήθησε πολύ ένας επικεφαλής της διαιτησίας από βορειοευρωπαϊκή χώρα, τον οποίο έστειλε ανεπίσημα στην Ελλάδα ο Σουηδός τότε Πρόεδρος της UEFA, Γιόχανσον. Το πλαίσιο άλλαξε ριζικά.
Πολυάνθρωπες επιτροπές καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας που ανέλαβε να αλλάξει τα πάντα. Είναι αλήθεια ότι εκείνη η πρώτη "τρόικα" της διαιτησίας (Μπίκας-Τεβεκέλης-Γιαννόπουλος) έκανε εξαιρετική δουλειά - και τους οφείλω αυτήν την αναφορά. Διέγραψε αμέσως από τους πίνακες πολλούς από τους κυριολεκτικά αχρείους διαιτητές. Παρακολουθούσαν τους αγώνες (κάποιες φορές και από την τηλεόραση) και διέγραφαν ή τιμωρούσαν διαρκώς. Άκουγα τότε τη φράση "μα, δε θα μείνει κανείς στο τέλος!". Έτσι έθεσαν τις βάσεις για την επιλογή και επιμόρφωση των διαιτητών από το ξεκίνημά τους. Έμοιαζε να έχει έρθει μια "άνοιξη" στο ποδόσφαιρο. Σταδιακά άρχισε να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη και οι φίλαθλοι να επιστρέφουν στα γήπεδα. Όμως η "άνοιξη" κράτησε λίγο - όχι απλώς γιατί μετακινήθηκα από το Υπουργείο Αθλητισμού στο Υπουργείο Οικονομικών, στον ανασχηματισμό του Οκτωβρίου του 2001, μετά από 18 μήνες. Όταν τελείωσε η θητεία της πρώτης τριμελούς επιτροπής διαιτησίας, άρχισαν πρώτα οι αντικαταστάσεις και μετά η αύξηση του αριθμού των μελών της. Φαινόταν ότι το "σύστημα" δεν μπορούσε να αντέξει καθαρούς κανόνες εσαεί.
Παράλληλα με το θέμα του ποδοσφαίρου, είχα ανοίξει το κυρίως μέτωπο: το πέρασμα του ΟΠΑΠ στον... ΟΠΑΠ, όταν θα έληγε η σύμβαση με τη γνωστή εταιρία. Η εταιρία είχε προσφύγει στη δικαστική διαιτησία και ζητούσε από τον ΟΠΑΠ 30 δισ. δραχμές. Κέρδισε. Ζήτησα από τον ΟΠΑΠ να προσφύγει κατά της απόφασης στο Εφετείο Αθηνών. Το Εφετείο δικαίωσε τον ΟΠΑΠ. Προστατέψαμε την περιουσία του Δημοσίου κατά 30 δισ. δραχμές.
Ταυτόχρονα ξεκίνησαν όλες οι προετοιμασίες, σε τεχνολογία και προσωπικό. Η λήξη της σύμβασης συνέπεσε με την ανάληψη της εξουσίας από τη "νέα διακυβέρνηση" του Κ. Καραμανλή. Δεν έγινε καν διαγωνισμός από μια κυβέρνηση της οποίας ο επικεφαλής όσο ήταν στην αντιπολίτευση χαρακτήρισε τον Κ. Σημίτη "αρχιερέα της διαπλοκής"! Η σύμβαση παρατάθηκε, προς δόξαν των γνωστών συμφερόντων. Οι κατά τον Κ. Καραμανλή "νταβατζήδες" έζησαν μέρες δόξας επί των ημερών της διακυβέρνησής του - όπως, άλλωστε, και τώρα, στην εποχή της "τρικομματικής"! Ο ΟΠΑΠ αποκρατικοποιήθηκε πριν λίγες μέρες εν μέσω "εκκωφαντικής" σιωπής, αφού προηγουμένως η Κυβέρνηση έδωσε εντολή να παραταθεί για πέντε χρόνια η σύμβαση του ΟΠΑΠ με τη γνωστή εταιρία. Τα παρασιτικά συστήματα της χώρας, αφού κέρδισαν χρόνο με κραυγές και οιμωγές υπέρ των αδυνάτων και των "εθνικών συμφερόντων" και εναντίον των "καταραμένων" ξένων, καρπώνονται τώρα την περιουσία της. Αυτοί, και όχι κάποιοι ξένοι, όπως ωρύονται διάφοροι δήθεν πατριώτες - και όλα αυτά εν μέσω βαθιάς κρίσης και άγριας επίθεσης στα εισοδήματα των πιο αδύναμων της χώρας. Αυτές τις μέρες, θυμάμαι τον πικρό, αλλά πάντα επίκαιρο στίχο του Διονύση Σαββοπουλου: "όλη η Ελλάδα, ατέλειωτη παράγκα...".
Από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα, κάποιοι δικαίως αναρωτήθηκαν γιατί δεν τελείωσε η ιστορία της παράγκας. Γιατί δεν ολοκληρώθηκε μια προσπάθεια που έφτασε πολύ κοντά σε ένα συνολικό αποτέλεσμα. Γιατί μετακινήθηκα από το Υπουργείο Αθλητισμού. Κάποια χρόνια μετά, νομίζω ότι η απάντηση βρίσκεται σε όσα περιγράφω παραπάνω. Και σε κάτι ακόμη. Εκείνη την περίοδο, δεν περνούσε μέρα που να μην επισκέπτονται τον Πρωθυπουργό "κορυφαίοι" Υπουργοί, ζητώντας του να με διώξει, όχι απλώς από το Υπουργείο, αλλά και από την κυβέρνηση! Τους "χαλούσα την πιάτσα", όπως έλεγαν φανερά. Ακόμη και μέσα στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου... Το καμπανάκι του ηθικού κινδύνου είχε σημάνει από τότε, αλλά δεν υπήρχαν αυτιά πρόθυμα να το ακούσουν. Αντίθετα...
*Ο Γιώργος Φλωρίδης είναι πρώην υπουργός και μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.
Share
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Θέλω να πω ότι: